- συγκλητικοί
- συγκλητικόςof senatorial rankmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύγκλητος — Νομοθετικό και διοικητικό σώμα διάφορων πολιτειών και κυρίως η ρωμαϊκή γερουσία (senatus). Στην αρχαία Αθήνα Σ. λεγόταν, η έκτακτη σύνοδος της εκκλησίας του δήμου (σύγκλητος εκκλησία). Σ. λέγεται σήμερα το ανώτατο διοικητικό σώμα από καθηγητές… … Dictionary of Greek
Ταρκύνιος — Όνομα 2 μυθικών βασιλιάδων της Ρώμης. 1. Τ. Πρίσκος ο Πρεσβύτερος, πέμπτος βασιλιάς (κατά την παράδοση, 616 578), που λέγεται πως ήταν γιος ενός Έλληνα, του Κορίνθιου Δημαράτου, που είχε εγκατασταθεί στην Ταρκυνία της Ετρουρίας. Ο γιος του, που… … Dictionary of Greek
Roman Senate — Ancient Rome This article is part of the series: Politics and government of Ancient Rome Periods … Wikipedia
BULEUTAE — in civitatibus olim Graeciae Asiaeque, Senatores et Decuriones quibusdam fuisse videntur, confusâ utriusque linguae proprietate. Certe Decuriones fuisse hinc firmat Anton. Augustinus l. sing. ad Modestinum, quod Iustinianus, cum duas… … Hofmann J. Lexicon universale
θρίαμβος — I Δημόσια πανηγυρική τελετή που πραγματοποιούσαν οι νικητές στρατηγοί στην αρχαία Ρώμη. O θ. οργανωνόταν μόνο ύστερα από αίτηση του στρατηγού δικτάτορα, ύπατου, ανθύπατου ή πραίτορα και με άδεια της Συγκλήτου. Περιλάμβανε μια μεγάλη πομπή, η… … Dictionary of Greek
λατικλάβιος — ο (Α λατικλάβιος) στον πληθ. οι λατικλάβιοι οι συγκλητικοί και οι πατρίκιοι, που αποτελούσαν την ανώτερη κοινωνική τάξη τών Ρωμαίων και έφεραν χιτώνες με πλατιές παρυφές, σε αντιδιαστολή προς τους αγγουστικλαβίους, τους ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ … Dictionary of Greek
οδονάρια — ὀδονάρια και ὀβδονάρια και ὀδόνια, τὰ (Μ) υφάσματα με τα οποία περιτύλιγαν τα πόδια ή, κατ άλλους, επιμήκη υφάσματα με τα οποία οι συγκλητικοί που εισέρχονταν στο παλάτι σκούπιζαν τα χέρια τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. οdο, ōnis / udo, ōnis «είδος… … Dictionary of Greek
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek
περιπόρφυρος — ον, Α (κυρίως για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή («λινοῑ περιπόρφυροι χιτωνίσκοι», Κράτ.) 2. φρ. α) «περιπόρφυρος ἐσθής [τήβεννα ή τήβεννος]» λευκό ένδυμα με πλατιά πορφυρή παρυφή το οποίο φορούσαν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί τις καθημερινές β) … Dictionary of Greek
πραιτέξτα — και πραιτεξτάτα, η, Ν 1. (στους Ρωμαίους) η λευκή και με πλατιές πορφυρές παρυφές τήβεννος που έφεραν οι συγκλητικοί, οι ύπατοι, οι στρατηγοί και οι άλλοι άρχοντες και ιερείς στους δημόσιους αγώνες και στις τελετές 2. θεατρ. τραγωδία με ρωμαϊκή… … Dictionary of Greek